- διεκφύγῃ
- διεκφεύγωaor subj mp 2nd sgδιεκφεύγωaor subj act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διεκφυγή — η 1. το να διεκφεύγει κάποιος ή κάτι 2. λαθραία διαφυγή. [ΕΤΥΜΟΛ. < διεκφεύγω. Η λ. μαρτυρείται από το 1875 στον Α. Ρ. Ραγκαβή] … Dictionary of Greek